1 συμ-παρα-μίγνῡμι
συμ-παρα-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), = Folgdm, συμπαραμιγνύων ἐν τῇ ϑυσίᾳ ὀπὸν καὶ σχῖνον Ar. Plut. 719.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συμ-παρα-μίγνῡμι